„ausfressen“: transitives Verb ausfressentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έχω κάνει κάτι απαγορευμένο examples etwas ausgefressen haben in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig έχω κάνει κάτι απαγορευμένο etwas ausgefressen haben in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig