Ausfahrer
Maskulinum, männlich | αρσενικό m, AusfahrerinFemininum, weiblich | θηλυκό f österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr Süddeutsch | νοτιογερμανική παραλλαγήsüddOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- διανομέαςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fAusfahrerAusfahrer