„Artgenosse“: Maskulinum, männlich ArtgenosseMaskulinum, männlich | αρσενικό m, ArtgenossinFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ζώο ίδιου είδους, φυτό ίδιου είδους ζώοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ίδιου είδους Artgenosse Tier Artgenosse Tier φυτόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ίδιου είδους Artgenosse Pflanze Artgenosse Pflanze