Arbeitsbeschaffungsmaßnahme
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μέτραNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl για αύξηση της προσφοράς εργασίαςArbeitsbeschaffungsmaßnahmeArbeitsbeschaffungsmaßnahme