anwerben
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- στρατολογώanwerben auch | και, επίσηςa. Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILanwerben auch | και, επίσηςa. Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL