„Anlaufstelle“: Femininum, weiblich AnlaufstelleFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συμβουλευτικό γραφείο συμβουλευτικό γραφείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Anlaufstelle Anlaufstelle