„angebracht“: Adjektiv angebrachtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κατάλληλος, σωστός, ενδεδειγμένος κατάλληλος, σωστός, ενδεδειγμένος angebracht angemessen angebracht angemessen