„allerhöchste(r, s)“: Adjektiv allerhöchsteAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υψηλότερος από όλους υψηλότερος από όλους allerhöchste(r, s) allerhöchste(r, s)
„Allerhöchste“ Allerhöchste Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αυτό είναι το αποκορύφωμα! examples das ist doch das Allerhöchste! αυτό είναι το αποκορύφωμα! das ist doch das Allerhöchste!