„Abwärme“: Femininum, weiblich AbwärmeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σπατάλη θέρμανσης σπατάληFemininum, weiblich | θηλυκό f θέρμανσης Abwärme Abwärme