„absehbar“: Adjektiv absehbarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προβλεπόμενος, αναμενόμενος προβλεπόμενος, αναμενόμενος absehbar absehbar examples nicht absehbar απρόβλεπτος nicht absehbar in absehbarer Zeit στο άμεσο μέλλον in absehbarer Zeit