„ύπαιθρο“: ουδέτερο ύπαιθρο [ˈipeθro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) im Freien... examples στο ύπαιθρο im Freien, unter freiem Himmel στο ύπαιθρο