όσφρηση
[ˈosfrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geruchssinnαρσενικό | Maskulinum, männlich mόσφρησηόσφρηση
- Spürsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich mόσφρηση ικανότητα προαίσθησης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφόσφρηση ικανότητα προαίσθησης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ