όστρακο
[ˈostrako]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schaleθηλυκό | Femininum, weiblich fόστρακο περίβλημαόστρακο περίβλημα
- Muschelθηλυκό | Femininum, weiblich fόστρακο κοχυλιώνόστρακο κοχυλιών
- Panzerαρσενικό | Maskulinum, männlich mόστρακο χελώναςόστρακο χελώνας
examples
- όστρακο στρειδιούAusternschaleθηλυκό | Femininum, weiblich f