„όποτε“: σύνδεσμος όποτε [ˈopote]σύνδεσμος | Konjunktion, Bindewort konj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wenn, wann auch immer, immer wenn wenn, wann auch immer όποτε όταν όποτε όταν immer wenn όποτε κάθε φορά που όποτε κάθε φορά που examples όποτε θέλεις wann (immer) du willst όποτε θέλεις