„όξινος“ όξινος [ˈoksinos], όξινη, όξινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sauer sauer όξινος χημεία | Chemieχημ όξινος χημεία | Chemieχημ examples όξινη βροχήθηλυκό | Femininum, weiblich f saurer Regenαρσενικό | Maskulinum, männlich m όξινη βροχήθηλυκό | Femininum, weiblich f