„όλεθρος“: αρσενικό όλεθρος [ˈoleθros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verderben, Untergang Verderbenουδέτερο | Neutrum, sächlich n όλεθρος Untergangαρσενικό | Maskulinum, männlich m όλεθρος όλεθρος