„ωφελώ“: μεταβατικό ρήμα ωφελώ [ofeˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nützen nützen (αιτιατική | Akkusativakk /δοτική | Dativ dat) ωφελώ ωφελώ „ωφελώ“: αμετάβατο ρήμα ωφελώ [ofeˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) von Nutzen sein von Nutzen sein ωφελώ ωφελώ