„ωφέλιμος“ ωφέλιμος [oˈfelimos], ωφέλιμη, ωφέλιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nützlich nützlich (σεδοτική | Dativ dat für) ωφέλιμος ωφέλιμος