„ωτακούστρια“: θηλυκό ωτακούστρια [otaˈkustria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lauscherin Lauscherinθηλυκό | Femininum, weiblich f ωτακούστρια ωτακούστρια