„ωραιοποίηση“: θηλυκό ωραιοποίηση [oreoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Beschönigung Beschönigungθηλυκό | Femininum, weiblich f ωραιοποίηση ωραιοποίηση