„ωοτοκία“: θηλυκό ωοτοκία [ootoˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eierlegen Eierlegenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ωοτοκία ωοτοκία