„ωδίνες“: πληθυντικός θηλυκού ωδίνες [oˈðines]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wehen (Geburts-)Wehenπληθυντικός | Plural pl ωδίνες ωδίνες