„ψύχος“: ουδέτερο ψύχος [ˈpsixos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Frost, Kälte Frostαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψύχος Kälteθηλυκό | Femininum, weiblich f ψύχος ψύχος examples πολικό ψύχος eisige Kälteθηλυκό | Femininum, weiblich f Polarkälteθηλυκό | Femininum, weiblich f πολικό ψύχος