ψυχρός
[psiˈxros], ψυχρή, ψυχρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ψυχρός καιρός, κλίμα, αέρας
- kühl, distanziert, (gefühls)kaltψυχρός άνθρωπος, συμπεριφορά, στάση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφψυχρός άνθρωπος, συμπεριφορά, στάση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- beherrscht, kaltblütigψυχρός ψύχραιμοςψυχρός ψύχραιμος
- frigidψυχρός γυναίκαψυχρός γυναίκα