„ψυχοφάρμακα“: πληθυντικός ουδετέρου ψυχοφάρμακα [psixoˈfarmaka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Psychopharmaka Psychopharmakaπληθυντικός | Plural pl ψυχοφάρμακα ψυχοφάρμακα