ψυχοσωματικός
[psixosomatiˈkos], ψυχοσωματική, ψυχοσωματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- psychosomatischψυχοσωματικόςψυχοσωματικός
Thank you for your feedback!