„ψυχολογία“: θηλυκό ψυχολογία [psixoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Psychologie Psychologieθηλυκό | Femininum, weiblich f ψυχολογία ψυχολογία