ψυχοθεραπευτής
[psixoθerapefˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, ψυχοθεραπεύτρια [psixoθeraˈpeftria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Psychotherapeutαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fψυχοθεραπευτήςψυχοθεραπευτής