ψυχιατρικός
[psiçiatriˈkos], ψυχιατρική, ψυχιατρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- psychiatrischψυχιατρικόςψυχιατρικός
examples
- ψυχιατρική κλινικήθηλυκό | Femininum, weiblich fNervenklinikθηλυκό | Femininum, weiblich fpsychiatrische Klinikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ψυχιατρικό νοσοκομείοουδέτερο | Neutrum, sächlich nNervenheilanstaltθηλυκό | Femininum, weiblich f