ψιλόβροχο
[psiˈlovroxo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sprühregenαρσενικό | Maskulinum, männlich mψιλόβροχοNieselregenαρσενικό | Maskulinum, männlich mψιλόβροχοψιλόβροχο