„ψιλοβρέχει“: απρόσωπο ρήμα ψιλοβρέχει [psiloˈvreçi]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers <-ξε> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) es nieselt es nieselt ψιλοβρέχει ψιλοβρέχει