„ψιθύρισμα“: ουδέτερο ψιθύρισμα [psiˈθirizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Raunen Raunenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψιθύρισμα ψιθύρισμα