„ψηλά“: επίρρημα ψηλά [psiˈla]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hoch, nach oben hoch, nach oben ψηλά ψηλά examples ψηλά τα χέρια! Hände hoch! ψηλά τα χέρια! από ψηλά von oben από ψηλά