„ψευτοάρρωστος“: αρσενικό ψευτοάρρωστος [pseftoˈarostos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Simulant Simulantαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψευτοάρρωστος ψευτοάρρωστος