„ψευδεπίθεση“: θηλυκό ψευδεπίθεση [psevðeˈpiθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Scheinangriff Scheinangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψευδεπίθεση ψευδεπίθεση