„ψευδαίσθηση“: θηλυκό ψευδαίσθηση [psevˈðesθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Illusion Illusionθηλυκό | Femininum, weiblich f ψευδαίσθηση ψευδαίσθηση