„ψεματάκι“: ουδέτερο ψεματάκι [psemaˈtakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geflunker Geflunkerουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψεματάκι ψεματάκι