„ψεκάζω“: μεταβατικό ρήμα ψεκάζω [pseˈkazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sprühen, besprühen, spritzen sprühen, besprühen ψεκάζω ψεκάζω spritzen ψεκάζω φυτό ψεκάζω φυτό