„ψαρόνι“: ουδέτερο ψαρόνι [psaˈroni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Star Starαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψαρόνι ζωολογία | Zoologieζωολ ψαρόνι ζωολογία | Zoologieζωολ