„ψαροχώρι“: ουδέτερο ψαροχώρι [psaroˈxori]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fischerdorf Fischerdorfουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψαροχώρι ψαροχώρι