ψαρεύω
[psaˈrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- fischenψαρεύω επαγγελματικάψαρεύω επαγγελματικά
- angelnψαρεύω ερασιτεχνικάψαρεύω ερασιτεχνικά
- aushorchenψαρεύω αποσπώ μυστικά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφψαρεύω αποσπώ μυστικά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ