„ψαλμός“: αρσενικό ψαλμός [psalˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Psalm Psalmαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψαλμός θρησκεία | Religionθρησκ ψαλμός θρησκεία | Religionθρησκ