„ψίθυρος“: αρσενικό ψίθυρος [ˈpsiθiros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Flüstern, Tuscheln Flüsternουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψίθυρος Tuschelnουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψίθυρος ψίθυρος