„ψήλωμα“: ουδέτερο ψήλωμα [ˈpsiloma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erhöhung Erhöhungθηλυκό | Femininum, weiblich f ψήλωμα ψήλωμα