ψάξιμο
[ˈpsaksimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Suchereiθηλυκό | Femininum, weiblich fψάξιμοψάξιμο
- Durchsuchungθηλυκό | Femininum, weiblich fψάξιμο δωματίου, ατόμουψάξιμο δωματίου, ατόμου