„ψάθινος“ ψάθινος [ˈpsaθinos], ψάθινη, ψάθινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stroh- Stroh- ψάθινος ψάθινος examples ψάθινα έπιπλαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Korbmöbelπληθυντικός | Plural pl ψάθινα έπιπλαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl ψάθινη καρέκλαθηλυκό | Femininum, weiblich f Korbsesselαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψάθινη καρέκλαθηλυκό | Femininum, weiblich f ψάθινο καπέλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Strohhutαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψάθινο καπέλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψάθινο καλάθιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Weidenkorbαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψάθινο καλάθιουδέτερο | Neutrum, sächlich n hide examplesshow examples