„ψάθα“: θηλυκό ψάθα [ˈpsaθa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stroh, Strohhut, Matte Strohουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψάθα υλικό ψάθα υλικό Strohhutαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψάθα καπέλο ψάθα καπέλο (Stroh-)Matteθηλυκό | Femininum, weiblich f ψάθα στρώμα ψάθα στρώμα