„χώμα“: ουδέτερο χώμα [ˈxoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erde, Erde, Erdboden, Staub Erdeθηλυκό | Femininum, weiblich f χώμα έδαφος Erdbodenαρσενικό | Maskulinum, männlich m χώμα έδαφος χώμα έδαφος Erdeθηλυκό | Femininum, weiblich f χώμα σκόνη Staubαρσενικό | Maskulinum, männlich m χώμα σκόνη χώμα σκόνη examples χώματα Erdeθηλυκό | Femininum, weiblich f Staubαρσενικό | Maskulinum, männlich m χώματα στο χώμα auf der Erde στο χώμα