„χύμα“: επίρρημα χύμα [ˈçima]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unverpackt, offen unverpackt χύμα ρύζι, φασόλια χύμα ρύζι, φασόλια offen χύμα κρασί χύμα κρασί