„χόριον“: ουδέτερο χόριον [ˈxorion]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lederhaut Lederhautθηλυκό | Femininum, weiblich f χόριον ανατομία | Anatomieανατ χόριον ανατομία | Anatomieανατ